- νεοτριβής
- νεοτριβής, -ές (Α)1. αυτός που τρίφθηκε πρόσφατα, φρεσκοτριμμένος2. αυτός που εξάχθηκε πρόσφατα με σύνθλιψη («νεοτριβὲς ἔλαιον», Σωρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο-τριβής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοτριβεῖ — νεοτριβής freshly ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νεοτριβής freshly ground masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτριβές — νεοτριβής freshly ground masc/fem voc sg νεοτριβής freshly ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτριβοῦς — νεοτριβής freshly ground masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek